Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ τιθέμενα

См. также в других словарях:

  • τιθεμένα — τιθεμένᾱ , τίθημι p pres part mp fem nom/voc/acc dual τιθεμένᾱ , τίθημι p pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθέμενα — τίθημι p pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθεμένας — τιθεμένᾱς , τίθημι p pres part mp fem acc pl τιθεμένᾱς , τίθημι p pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό …   Dictionary of Greek

  • προφύσιο — το / προφύσιον, ΝΑ νεοελλ. κωνικός σωλήνας υψικαμίνου που αποτελεί συνέχεια τού αεραγωγού αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «προφύσια ἐν τοῑς μετάλλοις τὰ σκέπης χάριν τῶν ἐν ταῑς φύσαις αὐλῶν τιθέμενα». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φῦσα «φυσερό»] …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • Βογιατζής, Βασίλειος — (Επανομή Θεσσαλονίκης 1900 – Θεσσαλονίκη 1970).Οικονομολόγος. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Εργάστηκε αρχικά ως υπάλληλος στο ΙΚΑ Θεσσαλονίκης. Αργότερα εξελέγη υφηγητής στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»